Ανακοίνωση σχετικά με την έκδοση της απόφασης 3365/2003 του Εφετείου Αθηνών.
Η δημοσιευθείσα απόφαση δεν αφορά συνολικά το θέμα των λεγόμενων "πανωτοκίων", αλλά αποτελεί μοναδική και συγκεκριμένη απόφαση περί επιστροφής χρημάτων σε εγγυητή, ως αχρεωστήτως καταβληθέντων.
Ειδικότερα, η συγκεκριμένη απόφαση ερεύνησε εάν υπήρχε ή όχι συμφωνία περί ανατοκισμού στις σχετικές συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί το 1985 ήτοι πριν από την θεσμοθέτηση των σχετικών νόμων (άρθρο 12.Ν 2601/1998 και άρθρο 30 Ν.2789/2000, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) για το τρόπο υπολογισμού και ρύθμιση των παλαιών ανεξόφλητων οφειλών προς τις Τράπεζες και τις αποφάσεις 8/1998 και 9/1998 της Ολ. του Αρείου Πάγου.
Ερμηνεύοντας το σχετικό όρο των συγκεκριμένων συμβάσεων η απόφαση, έκρινε ότι μετά το κλείσιμο των λογαριασμών της πίστωσης δεν υφίστατο σαφής συμφωνία "περί ανατοκισμού από το οριστικό κλείσιμο των άνω λογαριασμών και τη σύμβαση δανείου, οπότε, αν υφίστατο τέτοια συμφωνία θα ήταν νόμιμος ο ανατοκισμός παρά το ότι δεν ορίστηκε τοιούτος με τον άνω εκτελεστό τίτλο καθόσον και μετά την έκδοση αυτού οι οφειλόμενοι για την κυρία απαίτηση τόκοι εξακολουθούν να έχουν τον χαρακτήρα οφειλομένων σε πιστωτικά ιδρύματα τόκων". Δέχθηκε δηλαδή η συγκεκριμένη απόφαση ότι η Τράπεζα, παρότι δεν υπήρχε σχετικός εκτελεστός τίτλος περί ανατοκισμού νομιμοποιείτο να ζητήσει και εισπράξει τον ανατοκισμό, πλην όμως ο σχετικός όρος για τον ανατοκισμό μετά το κλείσιμο των συμβάσεων, δεν ήταν σαφής όσον αφορά τον ανατοκισμό και γι' αυτό υποχρέωσε την Τράπεζα να επιστέψει το επιπλέον εισπραχθέν ποσό.
Όσον αφορά την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 30 Ν.2789/2000 που αναφέρει η δημοσιευθείσα απόφαση δεν αφορά, όπως προκύπτει από τα παραπάνω την συγκεκριμένη υπόθεση και αποτελεί επάλληλη - επικουρική σκέψη της αποφάσεως.
Η Τράπεζα, παρότι εξετάζει την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατέβαλε άμεσα το ποσό στον δικαιούχο.