ΣΕΛΜΑΝ Α.Ε.

Σχολιασμός – Διευκρινίσεις επί δημοσιευμάτων

Σχετικά με πρόσφατο δημοσίευμα ηλεκτρονικού οικονομικού τύπου, το οποίο αναπαράγει ανάρτηση του ιστολογίου (blog) με όνομα «Σωματείο εργαζομένων Κομοτηνής ΣΕΛΜΑΝ και Χατζηλουκά», η Εταιρεία διαψεύδει κατηγορηματικά το περιεχόμενο του αναρτηθέντος κειμένου.

Η Διοίκηση της ΣΕΛΜΑΝ εκτιμά ότι λόγω της μείωσης προσωπικού, η οποία κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου η επιχείρηση, σε συνδυασμό με πολλά άλλα μέτρα να μειώσει το λειτουργικό της κόστος, έχει στοχοποιηθεί από πρόσωπα, τα οποία χρησιμοποιούν αθέμιτες μεθόδους επίθεσης σε βάρος της μέσω του «βήματος» που τους παρέχει το διαδίκτυο και επιφυλάσσεται να κινηθεί δικαστικά εναντίον των συντακτών συκοφαντικών και δυσφημιστικών κειμένων.

Περαιτέρω, η Εταιρεία θεωρεί ανυπόστατες και ψευδείς τις αναφορές ότι η μείωση του τζίρου της οφείλεται στην αθρόα μεταφορά πελατών, κεφαλαίων και παραγωγής από τη ΣΕΛΜΑΝ σε άλλη εταιρεία συμφερόντων του βασικού της μετόχου.

Σημειώνεται ότι η Εταιρεία και ο Όμιλος ΣΕΛΜΑΝ εντάσσονται στον ευρύτερο Όμιλο ALFA WOOD, καθώς η ALFAWOOD ΑΕΒΕ κατέχει το 91,08% του μετοχικού κεφαλαίου της ΣΕΛΜΑΝ Α.Ε. και είναι αυτονόητο και γνωστοποιημένο στις εποπτεύουσες αρχές ότι υφίστανται συναλλαγές  μεταξύ των εταιρειών του Ομίλου ALFA WOOD, οι οποίες, ωστόσο, πραγματοποιούνται με τους συνήθεις όρους και τις ισχύουσες τιμές της αγοράς (arm's length principle). Όπως, δε, αναφέρεται και στην εξαμηνιαία Οικονομική Έκθεση της Εταιρείας και του Ομίλου ΣΕΛΜΑΝ, για την περίοδο που έληξε την 30 Ιουνίου 2011 «η Εταιρεία αγοράζει από την μητρική εταιρεία ALFAWOOD A.E.B.E και τη θυγατρική της ALFAWOOD ΠΙΝΔΟΣ ΑΕΒΕ MDF, ξυλεία και πουλάει προϊόντα μελαμίνης και μοριοσανίδας». Επίσης αναφέρεται  και το ύψος των  συναλλαγών αυτών σε σχετικούς πίνακες.    

Αναφορικά με τη μείωση του κύκλου εργασιών της ΣΕΛΜΑΝ, όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει, αυτή οφείλεται στη δραματική πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας των τελευταίων 5 ετών, στην αθρόα εισαγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, στην επιδείνωση της εθνικής οικονομίας της τελευταίας διετίας και στη συνακόλουθη έλλειψη ρευστότητας στην αγορά.